Ήταν απόγευμα της Κυριακής 4 Ιουνίου του 2006 όταν συνέβη το πρωτοφανές περιστατικό στις φυλακές Κορυδαλλού.
Ένα ελικόπτερο με πιλότο τον Βασίλη Καρίκη και δυο επιβάτες που το είχαν ναυλώσει για βόλτα πάνω από την Αθήνα, προσγειώνεται στον αύλειο χώρο της Ε' Πτέρυγας των φυλακών.
Ο πιλότος αναγκάστηκε να το προσγειώσει κάτω από την απειλή του αδελφού του Βασίλη Παλαιοκώστα του ενός εκ των δύο επιβατών, ο οποίος βγάζει ένα
πιστόλι και το ακουμπάει στον λαιμό του Καρίκη, λέγοντας: «Είμαι ο Νίκος Παλαιοκώστας και πάω να σώσω τον αδερφό μου που μετράει 2.358 μέρες στη φυλακή!».Μπροστά στα μάτια των αποσβολωμένων φρουρών,οι δύο κρατούμενοι, ο Βασίλης Παλαιοκώστας και ο Αλβανός συνεργός του, Αλκέτ Ριζάι, σκαρφαλώνουν στην ανεμόσκαλα και επιβιβάζονται στο ελικόπτερο, το οποίο πετά προς άγνωστο προορισμό.
Διαβάστε πως περιγράφει ο Βασίλης Παλαιοκώστας στο βιβλίο του «Μία φυσιολογική ζωή» όσα έγιναν εκείνη την ημέρα.
«Εμείς απ’ το εσωτερικό ήμασταν πανέτοιμοι, δεν μας χρειάζονταν πολλά πράγματα. Πριν από δέκα λεπτά είχα επικοινωνία με τον Σπύρο και μου είπε: “Όλα καλά μαμά, τώρα ανεβαίνουμε στο ελικόπτερο, θα τα πούμε αργότερα από κοντά”. Υπολογίσαμε την ώρα και φύγαμε μαζί απ’ το κελί μου. Ο Αλκέτ γύρω από τη μέση του και κάτω από το μπλουζάκι του είχε μια αλυσίδα και ένα λουκέτο. Εγώ κράταγα μια πλαστική σακούλα που μέσα είχε μια μεγάλη κόκκινη σημαία μεταξοτυπία. Είχαμε επίσης από ένα αυτοσχέδιο μαχαίρι για τυχόν ήρωες. Φτάσαμε και σταθήκαμε πως δήθεν κουβεντιάζουμε μέσα απ’ την κιγκλιδωτή πόρτα που οδηγούσε στο προαύλιο. Δεν πέρασαν δυο λεπτά, όταν είδαμε στον ορίζοντα και στο ύψος του Κηφισού περίπου το ελικόπτερο να κατευθύνεται βόρεια και κάποια στιγμή το χάσαμε απ’ τα μάτια μας. Μπήκα στα μπάνια που ήταν ακριβώς απέναντι μας και προσπάθησα να καλέσω τον μικρό στο κινητό. Δεν απαντούσε. Βγαίνοντας, ήρθε στα αυτιά μου βαρύς υπόκωφος ήχος», περιγράφει αρχικά στο βιβλίο του ο Βασίλης Παλαιοκώστας και συνεχίζει:
«"Πάμε, φίλε, έρχονται", μου είπε ο Αλκέτ. Περάσαμε μαζί την πόρτα και ο Αλκέτ την έκλεισε πίσω του. Έβγαλε απ’ τη μέση του την αλυσίδα, την πέρασε γύρω από τα κάγκελα και την κλείδωσε με το λουκέτο. Κατευθυνθήκαμε στο κέντρο του προαυλίου. Απλώσαμε ως σημαδούρα την κόκκινη σημαία που πάνω της είχε μαύρο φόντο τη μορφή του Τσε Γκεβάρα. Το ελικόπτερο είχε φτάσει, βρισκόταν στα εκατό μέτρα απ’ τον εξωτερικό μαντρότοιχο. Σε δευτερόλεπτα, μπήκε πάνω απ’ το κέντρο του προαυλίου, πήρε θέση προσγείωσης κι άρχισε να κατεβαίνει Η σκόνη και η άμμος του χαλικόστρωτου σηκώθηκαν στον αέρα κάνοντας την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Το προαύλιο φάνταζε χτυπημένο από σφοδρή αμμοθύελλα. Ο εκκωφαντικός, ξερός κρότος από τους έλικες, που τον πολλαπλασίαζε το τσιμεντένιο κτίριο της ακτίνας και του μαντρότοιχου, δονούσε ολόκληρη τη φυλακή, θαρρείς να την γκρεμίσει. Οι αισθήσεις μας βρίσκονταν σε ύψιστο συναγερμό. Η αδρεναλίνη έσπαγε κοντέρ. Όλα φαίνονταν να εξελίσσονται σε αργή κίνηση, σε μια τρισδιάστατη εικονική πραγματικότητα. Ένιωθα πως έβλεπα το κάθε γύρισμα του έλικα, τον κάθε κόκκο άμμου που πεταγόταν στον αέρα και αισθανόμουν το κάθε κύμα ήχου να χτυπά τα τύμπανα των αυτιών μου. Για μερικά δεύτερα το ελικόπτερο έμεινε να αιωρείται ένα μέτρο πάνω απ’ τη γη μέχρι να μπούμε και αμέσως ξεκίνησε την άνοδο με ακόμη πιο θορυβώδη τρόπο. Σε λίγο, αφήναμε πίσω μας το κτιριακό συγκρότημα του Κορυδαλλού, πετώντας προς τη γλυκιά ελευθερία»
Το ελικόπτερο προσγειώθηκε στο νεκροταφείο του Σχιστού… «Τα καταφέραμε» είπε ο Βασίλης Παλαιοκώστας στον αδερφό του ενώ έδωσε ένα κομπολόι ως ενθύμιο στον πιλότο, που ήταν σαστισμένος ως και σοκαρισμένος. Βάζουν μπροστά μια κλεμμένη μηχανή και έφυγαν βόρεια. Τελικά προσγειώθηκαν στο χώρο του νεκροταφείου στο Σχιστό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Κακόβουλα ή διαφημιστικά σχόλια δεν θα δημοσιεύονται